- εξακουστός
- και ξακουστός, -ή, -ό (AM ἐξάκουστος, -ον, Μ και ἐξακουστός, ἀξακουστός, ξακουστός, -ή, -όν) [εξακούω]ακουστός σε πολύ κόσμο, φημισμένοςαρχ.-μσν.(για ήχο) καθαρός, ευκρινήςμσν.ωραίος, εξαιρετικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξάκουστος — heard masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξακουστότερον — ἐξάκουστος heard adverbial comp ἐξάκουστος heard masc acc comp sg ἐξάκουστος heard neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξακούστως — ἐξάκουστος heard adverbial ἐξάκουστος heard masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάκουστον — ἐξάκουστος heard masc/fem acc sg ἐξάκουστος heard neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξακουστότατος — ἐξάκουστος heard masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξακούστοις — ἐξάκουστος heard masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξακούστου — ἐξάκουστος heard masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξακούστους — ἐξάκουστος heard masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξακούστων — ἐξάκουστος heard masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξακούστῳ — ἐξάκουστος heard masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)